- αμακιγιάριστος
- -η, -ο [μακιγιάρω]1. αυτός που δεν έχει μακιγιαριστεί, αφτιασίδωτος2. αυτός που έχει τη φυσική του όψη, γνήσιος, πραγματικός, ατόφιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμακιγιάριστος — η, ο (λ. γαλλ.), αυτός που δεν είναι μακιγιαρισμένος, αφτιασίδωτος: Δύσκολα να συναντήσεις σήμερα γυναίκα αμακιγιάριστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφτιασίδωτος — και αφκιασίδωτος ή αφτειασίδωτος και αφκειασίδωτος, η, ο αυτός που δεν έχει φτιασιδωθεί ή καλλωπιστεί, ο αμακιγιάριστος … Dictionary of Greek